- χωματεκβολία
- χωμᾰτ-εκβολία, ἡ,A supervision of dykes, PRyl.90.17(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωματεκβολία — ἡ, Α η επίβλεψη τού καθαρισμού τών διωρύγων τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐκβολή (< ἐκβάλλω)] … Dictionary of Greek